-
1 ὠνέομαι
A , Ar.Ach. 815, Pax 1261, Lys.22.22, [dialect] Dor. ὠνασοῦμαι (v. infr.):—in [dialect] Att. usu. with the syllabic augment,ἐωνούμην Eup.184
, And.1.134,ἀντ-εωνεῖτο X. Oec.20.26
, etc.: butὠνέετο Hdt.3.139
,ὠνέοντο Id.1.69
,ὠνούμην Lys. 7.4
codd.,ἀντ-ωνεῖτο And.1.134
,ἐξ-ωνεῖτο Aeschin.3.91
: [tense] aor. 1ἐωνησάμην Plu.Cic.3
;ὠνησάμην Hp.Ep.17
, Plu.Nic.10, Luc.Herm.81; part.ὠνησάμενος Plb.4.50.3
, D.H.7.20: ὠνήσασθαι not in Attic inscrr. earlier than IG22.1035.8 (i B. C.), ἐπριάμην being used in [dialect] Att.; ὠνησάμην in the prov.Χῖος δεσπότην ὠνήσατο Eup.269
: [tense] pf. ἐώνημαι in act. sense, Ar.Pl.7, Lys.7.2 (so [tense] plpf.ἐώνητο D.37.5
); also as [voice] Pass. (v. infr. 11): [tense] aor. in pass. sense (v. infr. 11) ἐωνήθην; [tense] fut. in pass. senseἀπ-ωνηθήσεται Theopomp.Com.84
: this verb is usu. replaced in later Gr. by ἀγοράζω:—buy, purchase, opp.πωλέω, πιπράσκω; πῶ τις ὦν ὄνον ὠνασεῖται; Sophr.125
; but in [tense] pres. and [tense] impf. (which are the tenses most in use), offer to buy, bargain or bid for a thing,ὄφρ' ἄλλων ὠνῇ κλῆρον Hes.Op. 341
; ὠνέεσθαι τῶν φορτίων wished to buy some of their wares, began to bargain for them, Hdt. 1.1; Κροῖσός σφι ὠνεομένοισι ἔδωκε gave it them when they offered to buy, ib.69; τὰς νήσους οὐκ ἐβούλοντο ὠνευμένοισι πωλέειν ib. 165, cf. 3.139, 6.121; ὀκτὼ λάβοις ἄν (sc. ὀβολούς); Answ. εἴπερ ὠνεῖ τὸν ἕτερον if you are willing to buy the other fish, Alex.16.10, cf. 78.7; ;ὠ. τὰς γυναῖκας παρὰ τῶν γονέων Hdt.5.6
, cf. Pl.Prt. 313d, 313e, D.9.48;ἀπό τινος Ach.Tat. 5.17
: c. dat. pers., buy from.., Ar.Ach. 815, Pax 1261; also ὠ. ἐκ Κορίνθου buy goods from Corinth, X.HG7.2.17:ὠ. ἐξ ἀγορᾶς Id.An. 3.2.21
; metaph., καιρόν, σπονδάς ὠ., Plu.Sert.6, Hdn.6.7.9;ὠ. μὴ ἀδικεῖσθαι τοὺς ἐμπόρους D.8.25
; c. gen. pretii, buy for so much, Hdt. 5.6, cf. E.Hec. 360, X.An.7.6.24; ψυχῆς at the price of life, Heraclit. 85: also c. dat., buy with.., : abs., X.Mem.2.10.4, Ages.1.18: esp. in partic., by purchase,Id.
An.2.3.27, cf. 5.5.14, etc.; also ὁ ὠνούμενος the buyer, purchaser,ὁρῶντος τοῦ ὠνουμένου Id.Eq.3.2
, cf. Plu. Cat.Mi.36; ὁ ἐωνημένος the owner by purchase (of a slave), Ar.Pl.7;ὁ ὠνησάμενος Plu.2.242d
; ὁ ὠνησόμενος the intending purchaser, Din. 3.10: metaph.,χάριτας πονηρὰς ὠ. E.Hel. 902
;ὅσα ἄνθρωποι ἄθλων ὠνοῦνται X.Hier.9.11
;εὔνοιαν παρά τινος D.12.20
;ὠ. τὰς αὑτῶν ψυχὰς παρὰ τῶν ἐχθρῶν Lys.28.9
:—in A.Supp. 337 Robortello restored ὄνοιτο.2 bid for, purchase the farming of public taxes or properties,λ ταλάντων And.1.134
, Lys.7.2 (in part. [tense] pf. [voice] Pass. with trans. sense);τέλη παρὰ τῆς πόλεως X.Vect.4.19
, etc.;ὠ. μέταλλα D.19.293
;τὸν ἐωνημένον τὴν ἰλὺν ἐκκομίσασθαι IG12.94.20
, cf.ὠνή 11
.3 buy off, avert by giving hush-money,ὠ. τὸν κίνδυνον D.38.20
; τὰ ἐγκλήματα ib.8; ταλάντου τὸ πλημμέλημα (i.e. its penalty)παρά τινος Luc.Herm.81
.4 ὠ. τινα to buy a person, of one who bribes, D.18.247;ὠνεῖται καὶ διαφθείρει τινάς Id.9.45
, cf. Plu.Phil.15.II sts. used as [voice] Pass., dub. in [tense] pres. since [ ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα] is interpol. in Pl.Phd. 69b; occasionally in [tense] pf., part. , Is.11.42, D.19.209 (but indic.ἐώνηνται Anon.
ap. Arist.Rh. 1410a19 is [voice] Act. in sense): [tense] plpf. (troch.); also in [tense] aor.ἐωνήθην X.Mem.2.7.12
,ὠνηθῇ Id.Vect.4.19
; part.ὠνηθείς Is.6.19
, Pl.Sph. 224a, Lg. 850a.III [voice] Act. [tense] pf. part. ἐωνηκώς, = ἐωνημένος, Lys.Fr.135S.: [tense] aor. ὠνῆσαι· ἀγοράσαι, Zonar.: [tense] pres. ὠνεῖν· πωλεῖν, ἀπολαύειν, Hsch.: the sense πωλεῖν is Cretan, ὠνῆν τὰ χρήματα they shall sell the property, Leg.Gort.5.47; αἰ δέ τις.. τὸ νόμισμα μὴ λείοι δέκετθαι ἢ καρπῶ ὠνίοι if any one refuses the currency or sells for produce, SIG525.8 (Crete, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠνέομαι
-
2 ὠνέομαι
ὠνέομαι, impf. ἐωνούμην, aor. ἐωνησάμην, wofür die guten Attiker lieber ἐπριάμην brauchen ( ὠνήσατο Eupol. bei Ath. VI, 266 f ist bedenklich, s. Lob. Phryn. 128), perf. ἐώνημαι, Ar. Plut. 7, ist auch oft pass., wie der aor. ὠνηϑεῖσα, Is. 6, 19, ὠνη-ϑὲν ἢ πραϑέν Plat. Legg. 850 a, vgl. Soph. 224 a, ein act. ἐωνηκώς wird aus Lys. angeführt B. A. 95, – kaufen, erkaufen; pachten, Hes. O. 343; öfter bei Her.; mit dem dat. der Person, von der man Etwas kanst, ὠνήσομαί σοι Ar. Ach. 780; τούτῳ γ' ἐγὼ τὰ δόρατα ταῦτ' ὠνήσομαι Pax 1327; gew. παρά τινος, Plat. Prot. 313 e u. oft; Ggstz πωλεῖν Legg. V, 741 b u. sonst; ἐξ ἀγορᾶς, auf dem Märkte kaufen, Xen. An. 3, 2,21; der Preis steht im gen., μισϑοῦ τινος γάμους ὠνουμένη Eur. El. 1090; ὅςτις ἀργύρου μ' ὠνήσεται Hec. 360; Xen. An. 3, 1,20 u. öfter. – Bes. öffentliche Abgaben od. Zölle pachten, Andoc. 1, 134; τέλη παρὰ τῆς πόλεως Xen. vect. 4, 19; vgl. Wolf Dem. Lpt. 281; Böckh Ath. Staatshaush. I p. 122. 359. – Kaufen wollen, um Etwas handeln, auf Etwas bieten, τῶν φορτίων Her. 1, 1; so 1, 68. 69. 165. 3, 139. – Erkaufen, bestechen, τινά, Dem. 18, 247; auch τὰ ἐγκλήματα ἐωνοῦντο, sie wandten durch Bestechung Anklagen ab, 38, 8. 20.
-
3 ὅρκος
ὅρκος, ὁ,A the object by which one swears, as the Styx among the gods,Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος ὅ. δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι Il. 15.38
, cf. 2.755, Hes.Th. 400, 784, 805, h.Cer. 259, Arist.Metaph. 983b31 ; or as Zeus among mortals, Pi.P.4.167 ; so of things,ὅρκον δ' ἐνοσφίσθης μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
;οἷς ἦν μέγιστος ὅ... κύων, ἔπειτα χήν Cratin.231
, cf. Placit.1.3.8: hence,2 oath, mostly with epith. μέγας, καρτερός, Hom. (v. infr.), etc. ; θεῶν ὅ. an oath by the gods, Od.2.377;μακάρων ὅ. 10.299
, cf. S.OT 647, E.Hipp. 657 ;ὅ. ἐκ θεῶν μέγας A.Ag. 1284
;ὅ. κατὰ τῶν.. ὀφθαλμῶν Aeschin.2.153
; ὅ. πλατύς a firm-based oath, Emp.30.3 ; ὅρκον ὀμόσαι swear an oath,ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅ. Od.2.378
, etc. ; ὅ. ἀπώμνυ ib. 377, cf. 10.381 ;ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται Hes.Op. 194
; ; ὅ. ἐπιορκῆσαι take a false oath, Aeschin.1.115, etc. ; ὅρκου προστεθέντος when an oath is added, S.Fr. 472, cf. El.47 ; δαίμονι τῷ Πλεισθενιδῶν ὅρκους θεμένη having made a sworn compact with.., A.Ag. 1570 (anap.) ;ὅ. ἀλλήλοις ποιοῦνται οἱ μὲν ἔφοροι ὑπὲρ τῆς πόλεως, βασιλεὺς δ' ὑπὲρ ἑαυτοῦ X.Lac.15.7
;ὅρκους συνῆψαν E.Ph. 1241
, etc. ; of the person demanding the oath, ὅ. ἑλέσθαι τινός or τινί take it of him, i.e. make him swear, Od.4.746, Il.22.119 ; ὅρκους ἐπελάσαι and προσάγειν τινί lay oath upon a man, put him on his oath, Hdt.1.146, 6.62,74 ; τὸν ὅ... ἐπάγειν.. Ὀποντίοις readminister the oath, IG9(1).334.12 ([dialect] Locr., v B. C.) ; ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος after tendering his oath to them and accepting theirs, Hdt.6.23, cf. IG12.52.18, A.Eu. 429, Ar.Ra. 589, D.39.3 and 4 ; soὅρκον διδόναι καὶ λαμβάνειν Arist. Rh. 1377a7
, 8 ; ἀποδοῦναι take it oneself, D.19.318, Aeschin.3.74 ; ἀπολαμβάνειν administer or tender it, D.5.9, 18.25 ; ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε swear to one another, Ar.Lys. 1185, cf. And.1.107 ; ὅρκοις καταλαβὼν τὰ τέλη having bound the authorities by oaths, Th. 4.86 ;ὅρκοις κατειλημμένους Id.1.9
; ὅρκῳ ἐμμένειν abide by it, E. Med. 754 ;ὅ. τηρεῖν Democr.239
;παραβαίνειν E.Fr.286.7
, Ar.Av. 332, D.19.318 ;ἐκβάντι τῶν ὅ. Pl.Smp. 183b
; ; ;ἐμπεδοῦν X.An.3.2.10
: after ὅρκος [tense] aor., [tense] pres., or [tense] fut. inf. may refer to [tense] fut. time,ὤμοσα καρτερὸν ὅ., μὴ.. ἀναφῆναι Od.4.253
; ἐμεῦ δ' ἕλετο μέγαν ὅ., μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν ib. 746 ;ὅρκους ἔδοσαν καὶ ἔλαβον, ἀποδοῦναι.., Ἀθηναίους δὲ μὴ πολεμεῖν.. X.HG1.3.9
: with Preps.,οὐκ αὔτως.., ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Od.14.151
;σὺν θεῶν ὅρκῳ X.Cyr.2.3.12
; εἶπαι ἐπ' ὅρκου say on oath, Hdt.9.11;κατὰ τοὺς ὅ. X.HG5.4.54
; opp.παρ' ὅρκον Pi.O.13.83
;παρὰ τοὺς ὅ. X.An.2.5.41
: prov., ; parodied by Philonid. 7 ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν.. γράφω, cf. Xenarch.6, Men. Mon.25.
См. также в других словарях:
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek